μουσούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουσούδι | τα | μουσούδια |
γενική | του | μουσουδιού | των | μουσουδιών |
αιτιατική | το | μουσούδι | τα | μουσούδια |
κλητική | μουσούδι | μουσούδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουσούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουσούδι(ν) < ιταλική muso + -ούδι(ν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουσούδι ουδέτερο
- το ρύγχος
- (μεταφορικά, οικείο) το πρόσωπο