Ουσιαστικό

επεξεργασία

groin (en)

  1. o βουβώνας, η βουβωνική χώρα



      ενικός         πληθυντικός  
groin groins

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

groin (fr) αρσενικό

  1. η μουσούδα του γουρουνιού