Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρωκτικοκτόνο < τρωκτικό + -κτόνο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρωκτικοκτόνο ουδέτερο

  • παρασιτοκτόνος χημική ουσία που προορίζεται για εξόντωση των τρωκτικών, ποντικοφάρμακο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία