Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντικοκτόνο τα ποντικοκτόνα
      γενική του ποντικοκτόνου των ποντικοκτόνων
    αιτιατική το ποντικοκτόνο τα ποντικοκτόνα
     κλητική ποντικοκτόνο ποντικοκτόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποντικοκτόνο < μεσαιωνική ελληνική ποντικοκτόνος[1] < ποντικός + αρχαία ελληνική κτείνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποντικοκτόνο θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ποντικοκτόνος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)

  Πηγές επεξεργασία

  • ποντικοκτόνοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ποντικοκτόνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)