• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διαρρήκτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
  • 2 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό
    • 2.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαρρήκτης οι διαρρήκτες
      γενική του διαρρήκτη των διαρρηκτών
    αιτιατική τον διαρρήκτη τους διαρρήκτες
     κλητική διαρρήκτη διαρρήκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρρήκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαρρήκτης διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝaˈɾi.ktis/ και /ði̯aˈɾi.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐ρή‐κτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαρρήκτης αρσενικό (θηλυκό διαρρήκτρια)

  • το πρόσωπο που διαπράττει διάρρηξη
    παράδειγμα  οι διαρρήκτες έκλεψαν όλα τα κοσμήματα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διαρρήκτης
  • αγγλικά : burglar (en)
  • γαλλικά : cambrioleur (fr)
  • εσπεράντο : domŝtelisto (eo)
  • ιταλικά : scassinatore (it)
  • νορβηγικά : innbruddstyv (no)
  • ολλανδικά : inbreker (nl)
  • τουρκικά : hırsız (tr)



Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁ διαρρήκτης οἱ διαρρῆκται
      γενική τοῦ διαρρήκτου τῶν διαρρηκτῶν
      δοτική τῷ διαρρήκτῃ τοῖς διαρρήκταις
    αιτιατική τὸν διαρρήκτην τοὺς διαρρήκτᾱς
     κλητική ὦ! διαρρῆκτᾰ διαρρῆκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαρρήκτᾱ
γεν-δοτ τοῖν  διαρρήκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρρήκτης < διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαρρήκτης αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα

Πηγές

επεξεργασία
  • διαρρήκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διαρρήκτης&oldid=7125983"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:18

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:18.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας