χαρτοπόντικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαρτοπόντικας | οι | χαρτοπόντικες |
γενική | του | χαρτοπόντικα | των | χαρτοπόντικων |
αιτιατική | τον | χαρτοπόντικα | τους | χαρτοπόντικες |
κλητική | χαρτοπόντικα | χαρτοπόντικες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈpon.di.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐πό‐ντι‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοπόντικας αρσενικό
- ο άνθρωπος που ζει χωμένος μέσα στα χαρτιά, μελετώντας και συγγράφοντας
- ※ Θυμάσαι, όταν έφευγες, μ' έκραξες χαρτοπόντικα. Πεισμάτωσα λοιπόν κι εγώ, αποφάσισα να παρατήσω λίγο καιρό -ή για πάντα; -τα χαρτιά και να ριχτώ στην πράξη. Νοίκιασα ένα βουναλάκι με λιγνίτη, πήρα εργάτες, κασμάδες, φτυάρια, λάμπες ασετυλίνης, κοφίνια, καροτσάκια, άνοιξα γαλαρίες και χώνουμαι μέσα. Έτσι, για το πείσμα σου· κι από χαρτοπόντικας έγινα, σκάβοντας, κάνοντας λαγούμια στη γη, τυφλοπόντικας.
- Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1941, δημοσίευση:1946)
- ※ Θυμάσαι, όταν έφευγες, μ' έκραξες χαρτοπόντικα. Πεισμάτωσα λοιπόν κι εγώ, αποφάσισα να παρατήσω λίγο καιρό -ή για πάντα; -τα χαρτιά και να ριχτώ στην πράξη. Νοίκιασα ένα βουναλάκι με λιγνίτη, πήρα εργάτες, κασμάδες, φτυάρια, λάμπες ασετυλίνης, κοφίνια, καροτσάκια, άνοιξα γαλαρίες και χώνουμαι μέσα. Έτσι, για το πείσμα σου· κι από χαρτοπόντικας έγινα, σκάβοντας, κάνοντας λαγούμια στη γη, τυφλοπόντικας.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοπόντικας
|