Δείτε επίσης: ποντικός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ποντικός Ποντική τὸ Ποντικόν
      γενική τοῦ Ποντικοῦ τῆς Ποντικῆς τοῦ Ποντικοῦ
      δοτική τῷ Ποντικ τῇ Ποντικ τῷ Ποντικ
    αιτιατική τὸν Ποντικόν τὴν Ποντικήν τὸ Ποντικόν
     κλητική ! Ποντικέ Ποντική Ποντικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ποντικοί αἱ Ποντικαί τὰ Ποντικᾰ́
      γενική τῶν Ποντικῶν τῶν Ποντικῶν τῶν Ποντικῶν
      δοτική τοῖς Ποντικοῖς ταῖς Ποντικαῖς τοῖς Ποντικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ποντικούς τὰς Ποντικᾱ́ς τὰ Ποντικᾰ́
     κλητική ! Ποντικοί Ποντικαί Ποντικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ποντικώ τὼ Ποντικᾱ́ τὼ Ποντικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ποντικοῖν τοῖν Ποντικαῖν τοῖν Ποντικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ποντικός < Πόντος, πόντ(ος) + -ικός

Ποντικός, -ή, όν

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, στον πόντο
  2. που ανήκει ή αναφέρεται στον Πόντο