Ποντικός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ποντικός < ποντικός (παρατσούκλι) ή .. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pon.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐ντι‐κός
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ποντικός αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ποντικού)
- νησίδα του Αργοσαρωνικού
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταγραφέςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
Ποντικός, -ή, όν
- που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, στον πόντο
- που ανήκει ή αναφέρεται στον Πόντο
- (πατριδωνυμικό) ο Πόντιος
- ↪ Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός, Εὐάγριος ὁ Ποντικός
- (πατριδωνυμικό) ο Πόντιος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «Ποντικός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «Ποντικός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.