Δείτε επίσης: μαρίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σμαρίς αἱ σμαρίδες
      γενική τῆς σμαρίδος τῶν σμαρίδων
      δοτική τῇ σμαρίδ ταῖς σμαρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σμαρίδ τὰς σμαρίδᾰς
     κλητική ! σμαρίς* σμαρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σμαρίδε
γεν-δοτ τοῖν  σμαρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμαρίς < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: smaris, νέα ελληνικά: μαρίδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σμαρίς, -ίδος θηλυκό

  • (ψάρι) μαρίδα (Spicara smaris)
    ※  6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ἁλιεὺς καὶ σμαρίς
    Ἁλιεὺς τὸ δίκτυον χαλάσας ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνήνεγκε σμαρίδα. Σμικρὰ δὲ οὖσα ἱκέτευεν αὐτὸν νῦν μὲν μὴ λαβεῖν αὐτήν, ἀλλ’ ἐᾶσαι, διὰ τὸ σμικρὰν τυγχάνειν.
    Ένας ψαράς έριξε το δίχτυ και έβγαλε από τη θάλασσα μια μαρίδα. Ούσα μικρή τον ικέτευε να μην την πάρει τώρα, αλλά να την αφήσει, μια που τύχαινε να είναι μικρή.
    Μετάφραση: Βικιθήκη. Απόσπασμα από το μύθο: Ἁλιεὺς καὶ σμαρίς.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 30 @scaife.perseus
    Μεταβάλλει δὲ καὶ ἡ μαινίς, ὥσπερ εἴρηται, καὶ ἡ σμαρίς, καὶ ἐκ λευκοτέρων πάλιν ἐν τῷ θέρει καθίστανται καὶ γίνονται μέλανες· μάλιστα δ’ ἐπίδηλός ἐστι περὶ τὰ πτερύγια καὶ τὰ βράγχια.
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.109 @scaife.perseus
    καὶ σμαρίδες καὶ βλέννος ἰδὲ σπάροι ἀμφότεροί τε

Δείτε επίσης

επεξεργασία