τσίρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίρος | οι | τσίροι |
γενική | του | τσίρου | των | τσίρων |
αιτιατική | τον | τσίρο | τους | τσίρους |
κλητική | τσίρε | τσίροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίρος < μεσαιωνική ελληνική τσίρος < ελληνιστική κοινή κηρίς / κιρρίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίρος αρσενικό
- (ψάρι, τρόφιμο) το αδυνατισμένο σκουμπρί που αλιεύεται την άνοιξη· αφήνεται συνήθως στον ήλιο να λιαστεί ή να αποξηρανθεί
- (μεταφορικά) ο αδύνατος άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: ισχνός, κάτισχνος, λεπτός, λιπόσαρκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- τσίρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τσίρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας