τσίρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσίρος | οι | τσίροι |
γενική | του | τσίρου | των | τσίρων |
αιτιατική | τον | τσίρο | τους | τσίρους |
κλητική | τσίρε | τσίροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τσίρος < μεσαιωνική ελληνική τσίρος < ελληνιστική κοινή κηρίς / κιρρίς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τσίρος αρσενικό
- (ιχθυολογία) το αδυνατισμένο σκουμπρί που αλιεύεται την άνοιξη· αφήνεται συνήθως στον ήλιο να λιαστεί ή να αποξηρανθεί.
- Συνώνυμα: σκουμπρί
- (μεταφορικά) ο αδύνατος άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: ισχνός, κάτισχνος, λεπτός, λιπόσαρκος