κηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κηρίς | αἱ | κηρίδες | ||||
γενική | τῆς | κηρίδος | τῶν | κηρίδων | ||||
δοτική | τῇ | κηρίδῐ | ταῖς | κηρίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κηρίδᾰ | τὰς | κηρίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κηρίς* | κηρίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κηρίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κηρίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κηρίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (ιχθυολογία) άλλη μορφή του κιρρίς
- (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 8, 355d) (Αλέξανδρος Τραλλιανός, 7, 1, 8, 2)
Πηγές
επεξεργασία- κηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.