scomber
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- scomber < αρχαία ελληνικά σκόμβρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
scomber
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scomber | scombrī |
γενική | scombrī | scombrōrum |
δοτική | scombrō | scombrīs |
αιτιατική | scombrum | scombrōs |
κλητική | scomber | scombrī |
αφαιρετική | scombrō | scombrīs |
(κλητική και scombre)