Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκόμβρος οι σκόμβροι
      γενική του σκόμβρου των σκόμβρων
    αιτιατική τον σκόμβρο τους σκόμβρους
     κλητική σκόμβρε σκόμβροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σκουμπρί (Scomber scombrus)

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόμβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκόμβρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈskoɱ.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκόμ‐βρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόμβρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σκόμβροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκόμβρος οἱ σκόμβροι
      γενική τοῦ σκόμβρου τῶν σκόμβρων
      δοτική τῷ σκόμβρ τοῖς σκόμβροις
    αιτιατική τὸν σκόμβρον τοὺς σκόμβρους
     κλητική ! σκόμβρε σκόμβροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκόμβρω
γεν-δοτ τοῖν  σκόμβροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόμβρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόμβρος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία