άβυσσος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άβυσσος | οι | άβυσσοι |
γενική | της | αβύσσου | των | αβύσσων |
αιτιατική | την | άβυσσο | τις | αβύσσους |
κλητική | άβυσσε (άβυσσο) |
άβυσσοι | ||
Και λαϊκότροπο: η άβυσσο, της άβυσσος. Επίσης, αρσενικό: ο άβυσσος. | ||||
όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος[1] < ἄβυσσος (επίθετο) < ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
- θαλάσσια άβυσσος < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abysse ή αγγλική abyss
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vi.sɔs/
- συλλαβισμός : ά‐βυ‐σος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άβυσσος θηλυκό (και λαϊκότροπο η άβυσσο και αρσενικό])
- μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
- (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
- (μεταφορικά) το χάος, ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
- η άβυσσος του σύμπαντος
- (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
- τρώει την άβυσσο
- με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
- (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
- άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- στο χείλος της αβύσσου
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άβυσσος
Επεξεργασία
- ↑ «άβυσσος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.