βαθύβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαθύβιος | η | βαθύβια | το | βαθύβιο |
γενική | του | βαθύβιου | της | βαθύβιας | του | βαθύβιου |
αιτιατική | τον | βαθύβιο | τη | βαθύβια | το | βαθύβιο |
κλητική | βαθύβιε | βαθύβια | βαθύβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαθύβιοι | οι | βαθύβιες | τα | βαθύβια |
γενική | των | βαθύβιων | των | βαθύβιων | των | βαθύβιων |
αιτιατική | τους | βαθύβιους | τις | βαθύβιες | τα | βαθύβια |
κλητική | βαθύβιοι | βαθύβιες | βαθύβια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαθύβιος, -ή, ό
- συνώνυμο του βαθυπελαγικός [1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη βαθυπελαγικός
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- βαθύβιος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bathybius [2] < bathy- (< αρχαία ελληνική βαθύς) + -bius (< νεολατινική -bius < αρχαία ελληνική βίος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαθύβιος αρσενικό
- (βιολογία) άμορφη, βλεννώδους υφής μάζα που εντοπίστηκε από τον Τόμας Χάξλεϋ (1825-1895) στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού