↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύβιος η βαθύβια το βαθύβιο
      γενική του βαθύβιου της βαθύβιας του βαθύβιου
    αιτιατική τον βαθύβιο τη βαθύβια το βαθύβιο
     κλητική βαθύβιε βαθύβια βαθύβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθύβιοι οι βαθύβιες τα βαθύβια
      γενική των βαθύβιων των βαθύβιων των βαθύβιων
    αιτιατική τους βαθύβιους τις βαθύβιες τα βαθύβια
     κλητική βαθύβιοι βαθύβιες βαθύβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
βαθύβιος < βαθύ- + βίος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύβιος, -ή, ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
βαθύβιος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bathybius [2] < bathy- (< αρχαία ελληνική βαθύς) + -bius (< νεολατινική -bius < αρχαία ελληνική βίος)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθύβιος οι βαθύβιοι
      γενική του βαθύβιου των βαθύβιων
    αιτιατική τον βαθύβιο τους βαθύβιους
     κλητική βαθύβιε βαθύβιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαθύβιος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 358.
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.