↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλεννώδης η βλεννώδης το βλεννώδες
      γενική του βλεννώδους της βλεννώδους του βλεννώδους
    αιτιατική τον βλεννώδη τη βλεννώδη το βλεννώδες
     κλητική βλεννώδη(ς) βλεννώδης βλεννώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλεννώδεις οι βλεννώδεις τα βλεννώδη
      γενική των βλεννωδών των βλεννωδών των βλεννωδών
    αιτιατική τους βλεννώδεις τις βλεννώδεις τα βλεννώδη
     κλητική βλεννώδεις βλεννώδεις βλεννώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλεννώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλεννώδης < βλένν(α) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vleˈno.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλεν‐νώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

βλεννώδης -ης -ες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλεννώδης < βλένν(α) + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

βλεννώδης -ης -ες