πελαγοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελαγοδρομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πελαγοδρομέω[1] / πελαγοδρομῶ[2] [3] < αρχαία ελληνική πέλαγος + δρόμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.la.ɣo.ðɾoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λα‐γο‐δρο‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαπελαγοδρομώ
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) ταξιδεύω στο πέλαγος
- (μεταφορικά) ενεργώ άσκοπα και αμήχανα, σαν να έχω χάσει το δρόμο μου ή τον στόχο μου, χωρίς πρόγραμμα ή σειρά
- → δείτε τη λέξη πελαγώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- πελαγοδρόμημα
- πελαγοδρόμηση
- πελαγοδρομία
- πελαγοδρόμος
- → δείτε τις λέξεις πέλαγος και δρόμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πελαγοδρομώ | πελαγοδρομούσα | θα πελαγοδρομώ | να πελαγοδρομώ | πελαγοδρομώντας | |
β' ενικ. | πελαγοδρομείς | πελαγοδρομούσες | θα πελαγοδρομείς | να πελαγοδρομείς | (πελαγοδρόμει) | |
γ' ενικ. | πελαγοδρομεί | πελαγοδρομούσε | θα πελαγοδρομεί | να πελαγοδρομεί | ||
α' πληθ. | πελαγοδρομούμε | πελαγοδρομούσαμε | θα πελαγοδρομούμε | να πελαγοδρομούμε | ||
β' πληθ. | πελαγοδρομείτε | πελαγοδρομούσατε | θα πελαγοδρομείτε | να πελαγοδρομείτε | πελαγοδρομείτε | |
γ' πληθ. | πελαγοδρομούν(ε) | πελαγοδρομούσαν(ε) | θα πελαγοδρομούν(ε) | να πελαγοδρομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πελαγοδρόμησα | θα πελαγοδρομήσω | να πελαγοδρομήσω | πελαγοδρομήσει | ||
β' ενικ. | πελαγοδρόμησες | θα πελαγοδρομήσεις | να πελαγοδρομήσεις | πελαγοδρόμησε | ||
γ' ενικ. | πελαγοδρόμησε | θα πελαγοδρομήσει | να πελαγοδρομήσει | |||
α' πληθ. | πελαγοδρομήσαμε | θα πελαγοδρομήσουμε | να πελαγοδρομήσουμε | |||
β' πληθ. | πελαγοδρομήσατε | θα πελαγοδρομήσετε | να πελαγοδρομήσετε | πελαγοδρομήστε | ||
γ' πληθ. | πελαγοδρόμησαν πελαγοδρομήσαν(ε) |
θα πελαγοδρομήσουν(ε) | να πελαγοδρομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πελαγοδρομήσει | είχα πελαγοδρομήσει | θα έχω πελαγοδρομήσει | να έχω πελαγοδρομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πελαγοδρομήσει | είχες πελαγοδρομήσει | θα έχεις πελαγοδρομήσει | να έχεις πελαγοδρομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πελαγοδρομήσει | είχε πελαγοδρομήσει | θα έχει πελαγοδρομήσει | να έχει πελαγοδρομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πελαγοδρομήσει | είχαμε πελαγοδρομήσει | θα έχουμε πελαγοδρομήσει | να έχουμε πελαγοδρομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πελαγοδρομήσει | είχατε πελαγοδρομήσει | θα έχετε πελαγοδρομήσει | να έχετε πελαγοδρομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πελαγοδρομήσει | είχαν πελαγοδρομήσει | θα έχουν πελαγοδρομήσει | να έχουν πελαγοδρομήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πελαγοδρομώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πελαγοδρομέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πελαγοδρομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πελαγοδρομώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)