πελαγοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελαγοδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πελαγοδρόμος[1] < πέλαγ(ος) + -ο- + -δρόμος
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό ή θηλυκό. [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.la.ɣoˈðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λα‐γο‐δρό‐μος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πελαγοδρόμος | το | πελαγοδρόμο | ||
γενική | του/της | πελαγοδρόμου | του | πελαγοδρόμου | ||
αιτιατική | τον/την | πελαγοδρόμο | το | πελαγοδρόμο | ||
κλητική | πελαγοδρόμε | πελαγοδρόμο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πελαγοδρόμοι | τα | πελαγοδρόμα | ||
γενική | των | πελαγοδρόμων | των | πελαγοδρόμων | ||
αιτιατική | τους/τις | πελαγοδρόμους | τα | πελαγοδρόμα | ||
κλητική | πελαγοδρόμοι | πελαγοδρόμα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πελαγοδρόμος, -ος, -ο [3]
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που πελαγοδρομεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πέλαγος και δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελαγοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι πελαγοδρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πελαγοδρόμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πέλαγος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Όροι με πελαγοδρόμος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπελαγοδρόμος, -ος, -ον
- πελαγοδρόμος, που πελαγοδρομεί στη θάλασσα, ή πάνω από τη θάλασσα (για πουλιά)
- ※ 6ος/5ος αιώνας - Ορφικοί Ύμνοι, 74 (Λευκοθέας), 5 (Orphica, Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum, 1885)
- ἐν σοὶ γὰρ νηῶν πελαγοδρόμος ἄστατος ὁρμή
- ※ 6ος/5ος αιώνας - Ορφικοί Ύμνοι, 74 (Λευκοθέας), 5 (Orphica, Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum, 1885)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πελαγοδρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.