πελαγοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πελαγοδρομία < πελαγοδρομώ + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πελαγοδρομία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πελαγοδρομία
|