πελάγωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελάγωμα < μεσαιωνική ελληνική πελάγωμα[1] < ελληνιστική κοινή πελαγόω[2] / πελαγῶ < αρχαία ελληνική πέλαγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελάγωμα ουδέτερο
- (προφορικό, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πελαγώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πελάγωμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ πελαγόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.