Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αρχιπέλαγα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχιπέλαγο τα αρχιπέλαγα
      γενική του αρχιπέλαγου των αρχιπέλαγων
    αιτιατική το αρχιπέλαγο τα αρχιπέλαγα
     κλητική αρχιπέλαγο αρχιπέλαγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιπέλαγο < αρχι- + πέλαγο < πέλαγος[1] Συγκρίνετε με το λόγιο αντιδάνειο αρχιπέλαγος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.çiˈpe.la.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χι‐πέ‐λα‐γο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιπέλαγο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία