αρχιπέλαγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιπέλαγο < αρχι- + πέλαγο < πέλαγος[1] Συγκρίνετε με το λόγιο αντιδάνειο αρχιπέλαγος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈpe.la.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐πέ‐λα‐γο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχιπέλαγο ουδέτερο
- (γεωγραφία) λιγότερο επίσημη μορφή του αρχιπέλαγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχιπέλαγο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρχιπέλαγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας