Πασχαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πασχαλιά | οι | Πασχαλιές |
γενική | της | Πασχαλιάς | των | Πασχαλιών |
αιτιατική | την | Πασχαλιά | τις | Πασχαλιές |
κλητική | Πασχαλιά | Πασχαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πασχαλιά < μεσαιωνική ελληνική πασχαλία, θηλυκό του πασχάλιος < Πάσχα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠασχαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πασχαλιά
|