πασχάλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασχάλιος < μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον[1] + -ος < Πάσχα < αραμαϊκή פסחא (pasḥā) < εβραϊκή פסח (pésaḥ, πέρασμα)
Επίθετο
επεξεργασίαπασχάλιος, -α, -ο
- (σπάνιο, λόγιο, εκκλησιαστικός όρος) άλλη μορφή του πασχαλινός, πασχαλιάτικος
- (ουσιαστικοποιημένο) πασχάλιο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πασχάλιος
|
Πηγές
επεξεργασία- πασχάλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πασχάλιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)