Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πασχάλης οι Πασχάληδες
      γενική του Πασχάλη των Πασχάληδων
    αιτιατική τον Πασχάλη τους Πασχάληδες
     κλητική Πασχάλη Πασχάληδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πασχάλης < Πάσχα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈsxa.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐σχά‐λης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πασχάλης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Πασχάλη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία