μεταπασχαλινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταπασχαλινός < μετά + πασχαλινός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεταπασχαλινός, -ή, -ό
- που γίνεται ή συμβαίνει μετά το Πάσχα
- Πέντε ταινίες συνθέτουν τον κορμό της μεταπασχαλινής κινηματογραφικής εβδομάδας. (*)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταπασχαλινός