πασχαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασχαλίτσα | οι | πασχαλίτσες |
γενική | της | πασχαλίτσας | — | |
αιτιατική | την | πασχαλίτσα | τις | πασχαλίτσες |
κλητική | πασχαλίτσα | πασχαλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πασχαλίτσα < πασχαλιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπασχαλίτσα θηλυκό
- (έντομο) είδος εντόμου που ανήκει στην οικογένεια Coccinellidae των σκαθαριών, τάξη κολεόπτερα· έχει κόκκινο χρώμα με μαύρα στίγματα
- (φυτό) η πριμούλα
- (οικείο) (θρησκεία) η Θεία Κοινωνία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πασχαλίτσα
|