σκαθάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαθάρι | τα | σκαθάρια |
γενική | του | σκαθαριού | των | σκαθαριών |
αιτιατική | το | σκαθάρι | τα | σκαθάρια |
κλητική | σκαθάρι | σκαθάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαθάρι < μεσαιωνική ελληνική σκανθάριον < σκάνθαρος < αρχαία ελληνική κάνθαρος < κάνθος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαθάρι ουδέτερο
- (έντομο) είδος κολεόπτερου
- είδος ψαριού με αγκαθωτά πτερύγια, συγγενικό με τον σπάρο και τον σαργό, κάνθαρος ο γνήσιος (Spondyliosoma cantharus)
- (οικείο) το δημοφιλές αυτοκίνητο Volkswagen Käfer ή Volkswagen Typ 1, το πρώτο χρονολογικά αυτοκίνητο στην ιστορία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volkswagen που παρήχθη από τον Αύγουστο του 1938 έως τις 30 Ιουλίου 2003
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σκαθάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κολεόπτερο
ψάρι