• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σπάρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπάρος οι σπάροι
      γενική του σπάρου των σπάρων
    αιτιατική τον σπάρο τους σπάρους
     κλητική σπάρε σπάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σπάρος

Ετυμολογία

επεξεργασία
σπάρος < αρχαία ελληνική σπάρος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπάρος αρσενικό

  1. ψάρι του αλμυρού νερού (Diplodus annularis), που ανήκει στην οικογένεια των σπαρίδων και ζει συνήθως σε κοπάδια
  2. (μεταφορικά) ράθυμος, νωθρός, τεμπέλης
    άλλες μορφές: σπαρίλας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σπαράκι
  • σπαρίλα
  • σπαρίλας

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σπάρος στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σπάρος
  • αγγλικά : annular seabream (en)
  • γαλλικά : sparaillon (fr)
  • γερμανικά : Ringelbrasse (de)
  • ιταλικά : sparaglione (it)
  • λατινικά : Diplodus annularis (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σπάρος&oldid=5634848"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Νοεμβρίου 2022, στις 09:25

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Νοεμβρίου 2022, στις 09:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας