↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαρίλα οι σπαρίλες
      γενική της σπαρίλας
    αιτιατική τη σπαρίλα τις σπαρίλες
     κλητική σπαρίλα σπαρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαρίλα < σπάρος + -ίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαρίλα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία