-ίλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ίλα | οι | -ίλες |
γενική | της | -ίλας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -ίλα | τις | -ίλες |
κλητική | -ίλα | -ίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ίλα < (άμεσο δάνειο) λατινική -ile (λατινικό μετουσιαστικό επίθημα < -ilis), που δήλωνε τόπο ζώων (equile=στάβλος αλόγων, bovile=βουστάσιο)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ί‐λα
Επίθημα
επεξεργασία-ίλα θηλυκό
- παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζουν...
- ...χωρίς κατηγορία
Σημειώσεις
επεξεργασία- στα παρακάτω ουσιαστικά, το -ίλα δεν είναι κατάληξη αλλά αποτελεί μέρος της λέξης
- βίλα, καμαρίλα, μαντίλα, μπιμπίλα, μπιρμπίλα, νίλα, ξεφτίλα, πιπίλα, πιτσίλα, σκασίλα, τεκίλα, τροχοβίλα, τσαντίλα, τσατίλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ίλα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας