γκαρίλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκαρίλα | οι | γκαρίλες |
γενική | της | γκαρίλας | — | |
αιτιατική | την | γκαρίλα | τις | γκαρίλες |
κλητική | γκαρίλα | γκαρίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαρίλα θηλυκό
- φωνή άγρια και δυνατή σαν του γαϊδουριού
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γκαρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαρίλα
|