Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαρίζω < μεσαιωνική ελληνική γκαρίζω < (ελληνιστική κοινή) ὀγκαρίζω < λατινικά onco < αρχαία ελληνική ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι

  Ρήμα επεξεργασία

γκαρίζω

  1. (για γάιδαρο) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή του γαϊδάρου
     συνώνυμα: ογκανίζω
  2. (για άνθρωπο) βγάζω δυνατή, κακόηχη και ενοχλητική φωνή
     συνώνυμα: κραυγάζω, φωνασκώ
  3. (για άνθρωπο) τραγουδώ παράφωνα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία