γάιδαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάιδαρος | οι | γάιδαροι |
γενική | του | γάιδαρου & γαϊδάρου |
των | γάιδαρων & γαϊδάρων |
αιτιατική | τον | γάιδαρο | τους | γάιδαρους & γαϊδάρους |
κλητική | γάιδαρε | γάιδαροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Ονομαστική πληθυντικού, και γαϊδάροι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάιδαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον < πιθανόν αραβική غيذار (ghaydhaar) άγνωστης ετυμολογίας [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣai̯.ða.ɾos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γάι‐δα‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάιδαρος αρσενικό (θηλυκό γαϊδάρα ή γαϊδούρα)
- (θηλαστικό ζώο) κατοικίδιο (και σπανιότερα άγριο) θηλαστικό της οικογένειας του αλόγου, το οποίο χρησιμοποιείται ως υποζύγιο (επιστημονική ονομασία: Equus asinus)
- ※ Στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου στεκότανε ὁ γάιδαρος τοῦ ἀνθοπώλη φορτωμένος μαργαρίτες, βιόλες καὶ σκυλάκια. (Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Αθήνα 1937)
- ≈ συνώνυμα: όνος, γομάρι, γκατζόλι
- (μεταφορικά) άνθρωπος άξεστος, αγενής ή αγνώμων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γαϊδουριά
- γαϊδουρινός
- γαϊδουρίσιος
- γαϊδουρίζω
- Γάιδαρος (τοπωνύμιο)
Σύνθετα
επεξεργασίααπό το γαϊδούρι > γαϊδουρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- Όροι με γαϊδουρ-, γαϊδαρ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε περισσότερες εκφράσεις: γάιδαρος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γάιδαρος'.
- γαϊδούρι των γαϊδουριών: από την τουρκική βρισιά «εσέογλου εσεκλέρ» (eşekoğlu eşekler))
- γαϊδούρι ολκής: δηλ. πολύ μεγάλο γαϊδούρι: πραγματικά πολύ άξεστος/πεισματάρης/αγνώμων
- δεν μπορούν να χωρίσουν / μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα: πλήρης ανικανότητα, αδυναμία επιτέλεσης ακόμη και των πολύ απλών κι εύκολων πραγμάτων
- δένω τον γάιδαρό μου: έχω εξασφαλίσει κάτι, δεν έχω ανησυχία
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα (λαϊκή παροιμία) διαφωνία ή καβγάς για κάτι που δεν ανήκει σ' αυτούς που φιλονικούν
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (λαϊκή παροιμία)
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
- ξένο γάιδαρο καβαλικεύεις, μεσοστρατίς σε παρατάει (λαϊκή παροιμία) τα ξένα ζώα ή πράγματα δεν είναι έμπιστα
- φάγαμε το γάιδαρο, η ουρά μας έμεινε: προτροπή για την ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, όταν το μεγαλύτερο ή δυσκολότερο μέρος έχει ήδη επιτευχθεί
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γάιδαρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικόσιτο ζώο
άξεστος, πεισματάρης, αγενής, αγνώμων
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γάιδαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας