πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάιδαρος οι γάιδαροι
      γενική του γάιδαρου
& γαϊδάρου
των γάιδαρων
& γαϊδάρων
    αιτιατική τον γάιδαρο τους γάιδαρους
& γαϊδάρους
     κλητική γάιδαρε γάιδαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Ονομαστική πληθυντικού, και γαϊδάροι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο οικόσιτος γάιδαρος

Ετυμολογία

επεξεργασία
γάιδαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον < πιθανόν αραβική غيذار (ghaydhaar) άγνωστης ετυμολογίας [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάιδαρος αρσενικό (θηλυκό γαϊδάρα ή γαϊδούρα)

  1. (θηλαστικό ζώο) κατοικίδιο (και σπανιότερα άγριο) θηλαστικό της οικογένειας του αλόγου, το οποίο χρησιμοποιείται ως υποζύγιο (επιστημονική ονομασία: Equus asinus)
      Στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου στεκότανε ὁ γάιδαρος τοῦ ἀνθοπώλη φορτωμένος μαργαρίτες, βιόλες καὶ σκυλάκια. (Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Αθήνα 1937)
     συνώνυμα: όνος, γομάρι, γκατζόλι
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος άξεστος, αγενής ή αγνώμων
      Δε μου είπε ούτε καλημέρα τέτοιο γαϊδούρι!
     συνώνυμα: γομάρι, μουλάρι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Υποκοριστικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

από το γαϊδούρι > γαϊδουρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαϊδουρο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε περισσότερες εκφράσεις: γάιδαρος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γάιδαρος'.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία