γάιδαρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάιδαρος | οι | γάιδαροι |
γενική | του | γαιδάρου & γάιδαρου |
των | γαιδάρων |
αιτιατική | τον | γάιδαρο | τους | γαιδάρους & γάιδαρους |
κλητική | γάιδαρε | γάιδαροι | ||
Ονομαστική πληθυντικού, και γαϊδάροι. | ||||
όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γάιδαρος < μεσαιωνική ελληνική γαϊδάριον < αραβική غيذار (ghaydhaar) (πιθανή αλλά όχι βέβαιη ετυμολογία)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣai̯.ða.ɾos/
- ήχος:
- συλλαβισμός : γάι‐δα‐ρος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γάιδαρος αρσενικό (θηλυκό γαϊδάρα και γαϊδούρα)
- (ζωολογία) κατοικίδιο (και σπανιότερα άγριο) θηλαστικό της οικογένειας του αλόγου, το οποίο χρησιμοποιείται ως υποζύγιο (επιστημονική ονομασία: Equus asinus)
- (μεταφορικά) άνθρωπος άξεστος, πεισματάρης, αγενής ή αγνώμων
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γαϊδούρι των γαϊδουριών : από την τουρκική βρισιά «εσέογλου εσεκλέρ» (eşekoğlu eşekler))
- γαϊδούρι ολκής: δηλ. πολύ μεγάλο γαϊδούρι: πραγματικά πολύ άξεστος/πεισματάρης/αγνώμων
- δεν μπορούν να χωρίσουν / μοιράσουν δυο γαϊδάρων άχυρα : πλήρης ανικανότητα, αδυναμία επιτέλεσης ακόμη και των πολύ απλών κι εύκολων πραγμάτων
- δένω τον γάιδαρό μου : έχω εξασφαλίσει κάτι, δεν έχω ανησυχία
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα : (λαϊκή παροιμία) διαφωνία ή καβγάς για κάτι που δεν ανήκει σ' αυτούς που φιλονικούν
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα : (λαϊκή παροιμία)
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
- ξένο γάιδαρο καβαλικεύεις, μεσοστρατίς σε παρατάει : (λαϊκή παροιμία) τα ξένα ζώα ή πράγματα δεν είναι έμπιστα
- φάγαμε τον γάιδαρο, η ουρά μας έμεινε : προτροπή για την ολοκλήρωση μιας προσπάθειας, όταν το μεγαλύτερο ή δυσκολότερο μέρος έχει ήδη επιτευχθεί
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- γάιδαρος στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οικόσιτο ζώο