ολκή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ολκή | οι | ολκές |
γενική | της | ολκής | των | ολκών |
αιτιατική | την | ολκή | τις | ολκές |
κλητική | ολκή | ολκές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολκή < αρχαία ελληνική ὁλκή
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαολκή θηλυκό, συνήθως σε χρήση στη γενική ενικού: «ολκής»
- (αρχαιοπρεπές) τράβηγμα
- (παρωχημένο) βάρος
- (σαν χαρακτηρισμός) αξία, ικανότητα, σπουδαιότητα, εκτόπισμα, μέγεθος
- μέθοδος παραγωγής σύρματος από όλκιμο μέταλλο
Εκφράσεις
επεξεργασία- γαϊδούρι ολκής: (μεταφορικά) πολύ μεγάλο γαϊδούρι
Σημειώσεις
επεξεργασία- σαν χαρακτηρισμός που δηλώνει τη σπουδαιότητα, ικανότητα, αξία, μέγεθος κτλ ενός ανθρώπου ή μιας συμπεριφοράς και χρησιμοποιείται μόνο στη γενική του ενικού χωρίς άρθρο
- επιστήμονας ολκής, διαρρήκτης ολκής, επιτεύγματα ολκής, πολιτικός ολκής, απατεώνας ολκής, βλάκας ολκής, λάθος ολκής