Δείτε επίσης: εκτοπισμός, εκτοπία, εκτόπιση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκτόπισμα τα εκτοπίσματα
      γενική του εκτοπίσματος των εκτοπισμάτων
    αιτιατική το εκτόπισμα τα εκτοπίσματα
     κλητική εκτόπισμα εκτοπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οι γραμμές φόρτωσης σε πλοίο, που δείχνουν το εκτόπισμά του.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτόπισμα < (εκτοπίζω) εκτοπισ- + -μα & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déplacement [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκτόπισμα ουδέτερο

  1. (φυσική, ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος όγκος υγρού, συνηθέστερα νερού, που εκτοπίζει σώμα που επιπλέει ή βυθίζεται σ΄ αυτό.
  2. (φυσική) για ημιβυθισμένο αντικείμενο, η ποσότητα (όγκος ή βάρος) του υγρού που καταλαμβάνει το βυθισμένο μέρος του. Το βάρος του εκτοπισμένου νερού είναι ίσο με το βάρος του αντικειμένου.
  3. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) το εκτόπισμα πλοίου (βλ. φυσική προηγούμενο) που από την ποσότητα του θαλάσσιου νερού που εκτοπίζεται υπολογίζεται και το φορτίο του (βάρος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία