γαϊδουρινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαϊδουρινός < γαϊδούρ(ι) + -ινός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαϊ‐δου‐ρι‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαγαϊδουρινός, -ή, -ό
- που αφορά ή αναφέρεται στον γάιδαρο
- γαϊδουρινό τομάρι
- που αρμόζει σε γάιδαρο
- γαϊδουρινή υπομονή
- γαϊδουρινό πείσμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαϊδουρινός
|