Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαϊδουρινός η γαϊδουρινή το γαϊδουρινό
      γενική του γαϊδουρινού της γαϊδουρινής του γαϊδουρινού
    αιτιατική τον γαϊδουρινό τη γαϊδουρινή το γαϊδουρινό
     κλητική γαϊδουρινέ γαϊδουρινή γαϊδουρινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαϊδουρινοί οι γαϊδουρινές τα γαϊδουρινά
      γενική των γαϊδουρινών των γαϊδουρινών των γαϊδουρινών
    αιτιατική τους γαϊδουρινούς τις γαϊδουρινές τα γαϊδουρινά
     κλητική γαϊδουρινοί γαϊδουρινές γαϊδουρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊδουρινός < γαϊδούρ(ι) + -ινός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊ‐δου‐ρι‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

γαϊδουρινός, -ή, -ό

  1. που αφορά ή αναφέρεται στον γάιδαρο
    γαϊδουρινό τομάρι
  2. που αρμόζει σε γάιδαρο
    γαϊδουρινή υπομονή
    γαϊδουρινό πείσμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία