γαϊδουροφωνάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαϊδουροφωνάρα | οι | γαϊδουροφωνάρες |
γενική | της | γαϊδουροφωνάρας | — | |
αιτιατική | τη | γαϊδουροφωνάρα | τις | γαϊδουροφωνάρες |
κλητική | γαϊδουροφωνάρα | γαϊδουροφωνάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαϊδουροφωνάρα θηλυκό
- φωνή άγρια και δυνατή σαν του γαϊδουριού
- ※ Προσπαθώ εδώ και ώρα και κοιμηθώ και οι γαϊδουροφωνάρες σας δεν μ' αφήνουν. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γαϊδουρόφωνος
- → δείτε τις λέξεις γαϊδούρι και φωνή
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαϊδουροφωνάρα
|