Γάιδαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γάιδαρος < γάιδαρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γάιδαρος αρσενικό
- νησίδα στο δυτικό μέρος του συμπλέγματος Γαυριονήσια της Άνδρου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γάιδαρος
|
Δείτε επίσης : γάιδαρος |
Γάιδαρος αρσενικό
|