↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
      γενική του γαϊδουράγκαθου των γαϊδουράγκαθων
    αιτιατική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
     κλητική γαϊδουράγκαθο γαϊδουράγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Onopordum acanthium
 
Silybum marianum

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊδουράγκαθο < γαϊδουρ- + αγκάθ(ι) + -ο (το φυτό καταναλώνεται από τους γαϊδάρους)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣai̯.ðuˈɾaŋ.ɡa.θo/ & /ɣai̯.ðuˈɾa.ɡa.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊ‐δου‐ρά‐γκα‐θο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαϊδουράγκαθο ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού του είδους Onopordum acanthium
  2. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού του είδους Silybum marianum
  3. → δείτε  αγκάθια και γαϊδουράγκαθα για το φύλο Cardueae

  Μεταφράσεις

επεξεργασία