πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
      γενική του γαϊδουράγκαθου των γαϊδουράγκαθων
    αιτιατική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
     κλητική γαϊδουράγκαθο γαϊδουράγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Onopordum acanthium
Silybum marianum

Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊδουράγκαθο < γαϊδουρ- + αγκάθ(ι) + -ο (το φυτό καταναλώνεται από τους γαϊδάρους)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαϊδουράγκαθο ουδέτερο

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού του είδους Onopordum acanthium
  2. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού του είδους Silybum marianum
  3.  δείτε  αγκάθια και γαϊδουράγκαθα για το φύλο Cardueae

Μεταφράσεις

επεξεργασία