Ετυμολογία

επεξεργασία
deve dikeni < deve («καμήλα») + diken («αγκάθι»)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɛˈvɛ dicɛˈni/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

deve dikeni (tr)