• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

burro

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συγγενικές λέξεις
  • 2 Καταλανικά (ca)
    • 2.1 Ουσιαστικό
  • 3 Πορτογαλικά (pt)
    • 3.1 Ουσιαστικό

Ιταλικά (it) Επεξεργασία

 
βούτυρο

  Ετυμολογία Επεξεργασία

burro < αρχαία ελληνική βούς + τυρό

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

burro (it)

  1. (γαστρονομία) βούτυρο ή κάθε ουσία που έχει την εμφάνιση ή την υφή του βουτύρου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • burrificare
  • burrificio
  • burriera
  • burroso
  • imburrare
  • burrocacao
  • formaggio
  • latte
  • panetto



Καταλανικά (ca) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

burro (ca)

  1. (ζωολογία) γάιδαρος



Πορτογαλικά (pt) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

burro (pt) αρσενικό

  • (ζωολογία) ο γάιδαρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=burro&oldid=4279272"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 13:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 13:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie