ενικός         πληθυντικός  
âne ânes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
âne < παλαιά γαλλική asne < λατινική asinus

  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /ɑn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

âne (fr) αρσενικό (θηλυκό ânesse)

  1. (ane) ο γάιδαρος, το γαϊδούρι
    âne, ânesse, ânon - γάιδαρος, γαϊδούρα, γαϊδουράκι
     συνώνυμα: ânesse, ânon, baudet, bourricot, bourrique
  2. (μεταφορικά) ο χαζός, ο ανόητος
     συνώνυμα: bête, idiot, ignorant
  3. (οικείο) peau d'âne - το δίπλωμα
     συνώνυμα: diplôme

Δείτε επίσης

επεξεργασία