âne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
âne | ânes |
Ετυμολογία επεξεργασία
- âne < παλαιά γαλλική asne < λατινική asinus
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
âne (fr) αρσενικό (θηλυκό ânesse)
ενικός | πληθυντικός |
âne | ânes |
âne (fr) αρσενικό (θηλυκό ânesse)