γάδαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάδαρος | οι | γάδαροι |
γενική | του | γαδάρου & γάδαρου |
των | γαδάρων |
αιτιατική | τον | γάδαρο | τους | γαδάρους & γάδαρους |
κλητική | γάδαρε | γάδαροι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάδαρος αρσενικό, πληθυντικός γάδαροι ή γαδάροι
- άλλη μορφή του γάιδαρος