γομάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γομάρι | τα | γομάρια |
γενική | του | γομαριού | των | γομαριών |
αιτιατική | το | γομάρι | τα | γομάρια |
κλητική | γομάρι | γομάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γομάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γομάρι(ν) < ελληνιστική κοινή γομάριον < αρχαία ελληνική γόμος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγομάρι ουδέτερο
- φορτίο που μεταφέρεται από ζώο
- μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
- κουβάλησε πέντε γομάρια ξύλα
- μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου
- (κατ’ επέκταση) γάιδαρος, φορτηγό ζώο
- (υβριστικά, για άνθρωπο αγενή)
- Είσαι ένα γομάρι και μισό
- Ρε γομάρια!
- αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός
- Έπεσε πάνω μου ένα γομάρι
Παράγωγα
επεξεργασία- γομαροειδής (αργκό, νεολογισμός)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γομάρι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γομάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας