ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γομάριον τὰ γομάρι
      γενική τοῦ γομαρίου τῶν γομαρίων
      δοτική τῷ γομαρί τοῖς γομαρίοις
    αιτιατική τὸ γομάριον τὰ γομάρι
     κλητική ! γομάριον γομάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γομαρίω
γεν-δοτ τοῖν  γομαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γομάριον (ελληνιστική κοινή) < (γόμος) γομ- + υποκοριστικό επίθημα -άριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: γομάριν, νέα ελληνικά: γομάρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γομάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)