Ετυμολογία

επεξεργασία
γομάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γομάριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γομάρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γομάριν ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση)

  1. φορτίο
    ※  14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 770 (768-770), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ἄγομαι μὲ τὴν κάμηλον τὴν μακροσφονδυλάτην,
    ὁποῦ φορτόνουν καὶ αὐτὴν, ὥσπερ ἐσὲν τὸν ὄνον,
    γομάρια ἀβάστακτα, φορτώματα μεγάλα·
  2. (μεταφορικά) φορτίο, βάρος, στενοχώρια
  3. ζώο με φορτίο
    ※  15ος αιώνας Λεόντιος Μαχαιράς, Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνικα, τουτέστιν Χρονικόν, Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2 σελ.@books-google
    Καὶ τὴν τετράδην, κε' μαρτίου αυκέ, ἐδιαλαλῆσαν εἰς τὴν Λευκοσίαν καὶ εἰς ὅλην τὴν Κύπρον, ὅτι κανένας μηδὲν εἶναι ἀπότορμος τὴν Κυριακὴν νὰ πουλήσῃ, οὐδὲ ν' ἀγοράσῃ, οὐδὲ καμμίαν πρᾶξιν νὰ ποίσῃ, οὐδὲ γομάριν νὰ ἔλθῃ ἀπέξω τῆς χώρας, καὶ τὸν νὰ τὸν εὕρουν νὰ τὸν βάλλουν εἰς τὴν φυλακὴν νὰ τὸν κυβεντίζουν.
  4. (συνεκδοχικά, θηλαστικό ζώο) γαϊδούρι
    ※  16ος αιώνας, Ιάκωβος Τριβώλης, Ἱστορία τοῦ Ταγιαπιέρα, στίχ. 162 (159-162) @georgakas.lit.auth.gr
    Λέγει τούς. «Τί καρτερεῖτε;
    Τί στέκετε καὶ θωρεῖτε;
    Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
    Νὰ τοὺς πάρω σὰν γομάρια
    Émile Legrand (επιμ.), Ιστορία του Ταγιαπιέρα που την σημερνήν ημέρα σαν αυτόν ουδέν εφάνη εις όσ’ ορίζουν οι χριστιανοί. Ποίημα Ιακώβου του Τριβώλη επιμελεία τε και διορθώσει Αιμυλίου Λεγρανδίου, Πανδώρα, Αθήνα 1869.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • γομάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Συγγενικά

επεξεργασία