γαϊδουρόκομπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαϊδουρόκομπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαϊδουρόκομπος αρσενικό
- είδος κόμπου
- (μεταφορικά) κάθε κόμπος που είναι δύσκολος ή είναι δύσκολο να λυθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαϊδουρόκομπος
|