όνος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όνος | οι | όνοι |
γενική | του | όνου | των | όνων |
αιτιατική | τον | όνο | τους | όνους |
κλητική | όνε | όνοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- όνος < αρχαία ελληνική ὄνος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
όνος αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- περί όνου σκιάς: για κάτι που δεν έχει πραγματικά σημασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ημιονηγός
- ονηλάτης
- ονηλασία
- ονοκέφαλος
- ονόκομβος κν γαϊδουρόκομπος
- ονολάτραι, ονομασία που απέδιδαν χλευαστκά οι εθνικοί αρχικά στους Ιουδαίους και βραδύτερα στους χριστιανούς
- ονολατρεία, η λατρεία ονοκεφάλων δαιμόνων σε πρωτόγονους λαούς
- ονόπορδον, βοτ. κν γαϊδουράγκαθο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
όνος
→ δείτε τη λέξη γάιδαρος |