ὄνος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ὄνος | ὄνω | ὄνοι |
Γενική | ὄνου | ὄνοιν | ὄνων |
Δοτική | ὄνῳ | ὄνοιν | ὄνοις |
Αιτιατική | ὄνον | ὄνω | ὄνους |
Κλητική | ὄνε | ὄνω | ὄνοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὄνος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὄνος αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωολογία) γάιδαρος, όνος
- όσο φορτίο σηκώνει ένα ζώο
- (εντομολογία) είδος ακρίδας
- (εντομολογία) ονίσκος
- (ιχθυολογία) μπακαλιάρος
- είδος βαρούλκου
- μυλόπετρα
- αδράχτι
- κρασοπότηρο
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- περὶ ὄνου σκιᾶς: για κάτι που είναι ασήμαντο
- ὄνος λύρας (ἀκούων): για κάποιον που δεν καταλαβαίνει από μουσική
- ὄνου πόκαι / πόκες: για κάτι το αδύνατο, ματαιοπονία
- ≈ συνώνυμα: ὄνον κείρεις
- ὄνων φάτνη
- ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν: για κάποιον που από αδεξιότητα μπλέκει κάπου
- ὄνος ὕεται: για άνθρωπο ισχυρογνώμονα
- ὄνος ἄγω μυστήρια
- ὄνων ὑβριστότερος
- λατινικά: asinus (la) ομόρ. αρχαία ελληνική ἀσινής (=αβλαβής}