Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ημιονηγός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ημιονηγ
ός
οι
ημιονηγ
οί
γενική
του
ημιονηγ
ού
των
ημιονηγ
ών
αιτιατική
τον
ημιονηγ
ό
τους
ημιονηγ
ούς
κλητική
ημιονηγ
έ
ημιονηγ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ημιονηγός
<
αρχαία ελληνική
ἡμιονηγός
<
ἡμίονος
+
ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ημιονηγός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
οδηγός
μουλαριού
, ο
μουλαράς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ημιονηγός
αγγλικά
:
muleteer
(en)