Δείτε επίσης: ὀνίσκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ονίσκος οι ονίσκοι
      γενική του ονίσκου των ονίσκων
    αιτιατική τον ονίσκο τους ονίσκους
     κλητική ονίσκε ονίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Oniscus asellus

  Ετυμολογία επεξεργασία

ονίσκος < (ελληνιστική κοινήὀνίσκος < αρχαία ελληνική ὄνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈni.skos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονίσκος αρσενικό

  1. (λόγιο) (σπάνιο) (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του όνος
     συνώνυμα: γαϊδουράκι, ονάριο
  2. (ψάρι) μπακαλιάρος
  3. (ζώο) είδος μικρού (1 εκατοστό) καρκινοειδούς της οικογένειας των ονισκιδών (π.χ. Oniscus asellus)
     συνώνυμα: καβρομαμούνα
  4. (ναυτικός όρος) γερανός ή βαρούλκο μικρών σκαφών, για την ανύψωση βαριών αντικειμένων

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη όνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία