ονίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ονίσκος | οι | ονίσκοι |
γενική | του | ονίσκου | των | ονίσκων |
αιτιατική | τον | ονίσκο | τους | ονίσκους |
κλητική | ονίσκε | ονίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ονίσκος < (ελληνιστική κοινή) ὀνίσκος < αρχαία ελληνική ὄνος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαονίσκος αρσενικό
- (λόγιο) (σπάνιο) (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του όνος
- ≈ συνώνυμα: γαϊδουράκι, ονάριο
- (ψάρι) μπακαλιάρος
- (ζώο) είδος μικρού (1 εκατοστό) καρκινοειδούς της οικογένειας των ονισκιδών (π.χ. Oniscus asellus)
- (ναυτικός όρος) γερανός ή βαρούλκο μικρών σκαφών, για την ανύψωση βαριών αντικειμένων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαϊδουράκι, μπακαλιάρος
|
βαρούλκο
|